- μαλακτικότητα
- η [μαλακτικός]1. η ικανότητα για μάλαξη, για μαλάκωμα2. (μεταλργ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να διαπλατύνονται και να διαμορφώνονται σε φύλλα με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλακτότητα — η [μαλακτός] (για μέταλλο) η μαλακτικότητα … Dictionary of Greek